Παλαιοκαθολικισμός

Παλαιοκαθολικισμός
ο
εκκλ. κίνηση μέσα στους κόλπους τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που μεταξύ άλλων δεν δέχεται το αλάθητο τού πάπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοκαθολικός + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”